Η εξειδικευμένη ως προς το αγώνισμα ανάπτυξη της απόδοσης, απαιτεί τη συστηματική υλοποίηση συγκεκριμένων διαδοχικών προπονητικών στόχων.
Αν παραληφθούν σε αυτή τη διαδοχή συγκεκριμένα στάδια εμφανίζονται ελλείμματα στην ανάπτυξη της απόδοσης που δύσκολα συμψηφίζονται αργότερα στην πορεία της προπονητικής διαδικασίας.
Οι προπονητικοί στόχοι του μακροχρόνιου προγραμματισμού της προπόνησης αναπτυξιακών ηλικιών στην καλαθοσφαίριση, είναι στόχοι καθορισμένοι σαφώς και έχουν μια αλληλουχία στην υλοποίησή τους.
Ο καθορισμός τους σε κάθε στάδιο προκύπτει από τη μαθησιακή ικανότητα της κάθε ηλικίας σε συνάρτηση με την ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Μια από τις βασικότερες αρχές της προπονητικής είναι η «αρχή της ατομικότητας και της ηλικίας» σύμφωνα με την οποία η προπόνηση θα πρέπει να ανταποκρίνεται στο βιολογικό, κινητικό και ψυχικό-διανοητικό επίπεδο ανάπτυξης του κάθε αθλητή.
Αυτό σημαίνει ότι οι προπονητικοί στόχοι, τα προπονητικά περιεχόμενα, οι μέθοδοι προπόνησης καθώς και η προπονητική επιβάρυνση θα πρέπει να βρίσκονται σε συμφωνία με το επίπεδο ανάπτυξης του αθλητή.
Κατά την προπόνηση στην παιδική και εφηβική ηλικία θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η ανάπτυξη των παιδιών ποικίλει και είναι δυνατόν δύο παιδιά που έχουν την ίδια χρονολογική ηλικία να παρουσιάζουν διαφορετική βιολογική ανάπτυξη και κατά συνέπεια να έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία δηλαδή να παρουσιάζουν κανονική, πρόωρη ή καθυστερημένη βιολογική ανάπτυξη.
Η πρόωρη και καθυστερημένη βιολογική ανάπτυξη παρατηρείται κατά την προεφηβική και εφηβική ηλικία (12-16 ετών) όπου μπορούν να σημειωθούν διαφορές μέχρι και 4 έτη μεταξύ χρονολογικής και βιολογικής ηλικίας.
Η ικανότητα απόδοσης, η δεκτικότητα επιβάρυνσης και η δυνατότητα βελτίωσης μέσω της προπόνησης σχετίζονται με τη βιολογική και όχι με την χρονολογική ηλικία των παιδιών.
Κατά συνέπεια λόγω του διαφορετικού επίπεδου βιολογικής ανάπτυξης των παιδιών η προπονητική επιβάρυνση θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την βιολογική και όχι την χρονολογική ηλικία.
Στα πλαίσια μιας μακροχρόνιας προπονητικής διαδικασίας πρέπει κατά κύριο λόγο να προπονούνται με χρονική σειρά προτεραιότητας οι συναρμοστικές ικανότητες τα ειδικά στοιχεία τεχνικής, οι φυσικές ικανότητες.
Η αθλητική απόδοση εξαρτάται από 3 καθοριστικούς παράγοντες:
Ως φυσική κατάσταση ορίζεται η φυσιολογική ετοιμότητα του οργανισμού, δηλαδή τα ενεργειακά του αποθέματα ή τα καύσιμα που διαθέτει (πόσο πολύ ενέργεια μπορεί να παραχθεί και πόσο γρήγορα μπορεί να διοχετευθεί στο μυϊκό σύστημα), ώστε ο οργανισμός να προσαρμοσθεί το ταχύτερο δυνατόν στις απαιτήσεις που του θέτει η εκτέλεση ενός συγκεκριμένου μυϊκού έργου.
Η καλή φυσική κατάσταση προϋποθέτει τακτική άσκηση, δηλαδή προπόνηση. Με τον όρο προπόνηση εκφράζονται όλα τα ερεθίσματα / επιφορτίσεις, τα οποία προκαλούν μορφολογικές και φυσιολογικές προσαρμογές στο ανθρώπινο σώμα, με στόχο την επίδοση.
Ολες οι προπονητικές επιδράσεις στο ανθρώπινο σώμα είναι αποτέλεσμα του ερεθίσματος και της προσαρμογής του σώματος σ’αυτό, με τελικό στόχο τη μεγιστοποίηση της απόδοσης.
Εάν το ερέθισμα είναι επαρκές, αλλά όχι υπερβολικά έντονο, το σώμα προσαρμόζεται διευρύνοντας όλες τις λειτουργίες του για να ανταπεξέλθει το stress της επιβάρυνσης και με το χρόνο γίνεται δυνατότερο με τρόπο ώστε, σε μία όλα για όλα μυϊκή προσπάθεια να μεγιστοποιήσει την απόδοσή του, ενώ σε μία ηπιότερη σε ένταση μυϊκή προσπάθεια να εκτελέσει το έργο οικονομικότερα, δηλαδή με λιγότερη ενέργεια. Εάν το ερέθισμα είναι υπερβολικά έντονο ή εφαρμόζεται συχνά πυκνά μέσα στο χρόνο, οι λειτουργικές προσαρμογές δεν συντελούνται (σύνδρομο υπερπροπόνησης), με αποτέλεσμα μειωμένη απόδοση.
Ολες οι λειτουργικές προσαρμογές του οργανισμού είναι εξειδικευμένες στο προπονητικό ερέθισμα που δέχεται το ανθρώπινο σώμα και λαμβάνουν χώρα τον χρόνο κατά τον οποίο το σώμα ξεκουράζεται (μεταξύ των προπονήσεων), έχουν δε ως αποτέλεσμα βελτιώσεις σε ξεχωριστά ή συνδυασμένα στοιχεία φυσικής κατάστασης όπως: στην καρδιοαναπνευστική αντοχή, μυϊκή ισχύ (δύναμη χ ταχύτητα), μυϊκή αντοχή, νευρομυϊκή συναρμογή, ευλυγισία, και σωματική σύνθεση (ποσοστά μυϊκής μάζας έναντι αυτών του σωματικού λίπους).
Το ερώτημα που τίθεται στους επιστήμονες όταν αξιολογούν την αθλητική απόδοση είναι εάν μπορούμε να προβλέψουμε την μελλοντική αθλητική απόδοση στη παιδική ηλικία. Και εάν είναι δυνατόν, βάσει των μετρήσεων των διαφόρων ικανοτήτων να προσδιορίσουμε το άθλημα που θα έχει ένα παιδί τη μεγαλύτερη αθλητική επιτυχία στο μέλλον.
Στο θέμα της πρόβλεψης μελλοντικών αθλητών, έρευνες έχουν δείξει ότι διάφορα αθλήματα απαιτούν ορισμένο σωματότυπο και σωματομετρικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, με τον τρομακτικό ρυθμό ανάπτυξης που λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της εφηβείας τα χαρακτηριστικά αυτά αλλάζουν πολύ σε διαφορετική χρονική στιγμή για το κάθε άτομο. Το ανάστημα είναι σημαντικό στοιχείο επιτυχίας για ορισμένα αθλήματα αλλά δεν χρειάζεται ένας ειδικός για να αντιληφθεί εάν ένα ψηλό παιδί είναι κατάλληλο για μπάσκετ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ορισμένες παράμετροι που παίζουν σημαντικό ρόλο στην αθλητική απόδοση όπως το ανάστημα και οι διαστάσεις των διαφόρων μελών του σώματος, η σκελετική περίμετρος, η μέγιστη αερόβια ικανότητα (VO2max), η μέγιστη αναερόβια ισχύς, η κατανομή των μυϊκών ινών που προδιαθέτει ευνοϊκά το άτομο υπέρ της ταχύτητας ή της αντοχής, η κατανομή και το μέγεθος των λιποκυττάρων, η πνευμονική και η καρδιαγγειακή λειτουργία, η δραστηριότητα των ενζύμων στη μεταβολική λειτουργία αλλά και η ευαισθητοποίηση του ατόμου στη προπόνηση αντοχής εξαρτώνται από το γονότυπό του.
Γενικά η κληρονομικότητα μπορεί να εξηγήσει ένα εύρος από το 30 – 85 % του φαινότυπου της καρδιακής και μυϊκής λειτουργίας, των σωματικών χαρακτηριστικών και της κατανομής του σωματικού λίπους στο σώμα ενώ η επίδραση του γενετικού παράγοντα στην ανταπόκριση του ατόμου στο προπονητικό ερέθισμα για βελτίωση της αντοχής ανέρχεται στο 70 – 80%.
Ο φαινότυπος είναι η πληροφορία που καταγράφεται στο γονότυπο που τελικά βρίσκει το δρόμο να εκφρασθεί, ώστε το χαρακτηριστικό να γίνει ορατό δια του οφθαλμού. Διατυπώνεται όμως η θεωρία ότι μία τέτοια πληροφορία έχει ένα εύρος έκφρασης και ο οργανισμός προσαρμόζεται επιλέγοντας το χαμηλό επίπεδο.
Για παράδειγμα, υπάρχει καταγεγραμμένη η πληροφορία στο γονίδιο για υψηλή ικανότητα του ατόμου στην αντοχή, μία ικανότητα που μεταφέρεται από τη μητέρα καθώς τα μιτοχόνδρια τα κληρονομεί μόνον από αυτήν ενώ άλλα χαρακτηριστικά τα κληρονομεί ισοδύναμα και από τους δύο γονείς. Εάν η μητέρα που είχε την ικανότητα αυτή την έχει επιπλέον αναπτύξει αθλητικά στη ζωή της τη μεταφέρει αρκετά δυνατή στον απόγονό της. Εάν ο απόγονός της δεχθεί αθλητικά ερεθίσματα, στη ζωή του πέρα από το κληρονομικό του πλεονέκτημα στην αντοχή, θα μεταφέρει στους απογόνους του την πληροφορία αρκετά ισχυρή.
Εάν για κάποιο λόγο, παράγοντες που συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση ενός γεννετικού χαρακτηριστικού, όπως η καλή υγεία, η προπόνηση, η επαρκής διατροφή απουσιάσουν η ποιοτική έκφραση της πληροφορίας θα παραμένει στο χαμηλό εύρος με αποτέλεσμα να εξασθενεί με το χρόνο.
Η κληρονομικότητα λοιπόν επηρεάζει την αθλητική απόδοση επιδρώντας σε συγκεκριμένες φυσιολογικές παραμέτρους που παίζουν ρόλο αφ’ενός μεν στην αθλητική ικανότητα, αφ’ετέρου δε στην ικανότητα του κάθε ατόμου να αποδέχεται το προπονητικό ερέθισμα. Όμως το περιβάλλον ασκεί καταλυτική επίδραση στην κορύφωση της έκφρασης αυτών των χαρακτηριστικών.
Κινητική ανάπτυξη (motor development) είναι η δια βίου προοδευτική μεταβολή της κινητικής συμπεριφοράς, η οποία πραγματοποιείται κάτω από συνθήκες αλληλεπίδρασης μεταξύ των απαιτήσεων που επιβάλλουν οι ενέργειες του ατόμου, των ατομικών βιολογικών δυνατοτήτων του και των συνθηκών του περιβάλλοντος.
Είναι η διαδικασία κατά την οποία το παιδί αποκτά κινητικά πρότυπα και αναπτύσσει τις ικανότητές του.
Οι ικανότητες αυτές βελτιώνονται από την σωματική ανάπτυξη, την βιολογική ωρίμανση του παιδιού, την ανάπτυξη του νευρομυϊκού συστήματος, τις προηγούμενες κινητικές εμπειρίες και τα νέα ερεθίσματα που δέχεται.
Στην προσχολική ηλικία( έως 6 ετών) έχει διαμορφωθεί το 90-95% της τελικής μάζας του εγκεφάλου. Είναι μια σημαντική περίοδος γνωστικής ανάπτυξης και θεμελιωδών κινητικών δραστηριοτήτων (τρέξιμο, πήδημα, πέταγμα, πιάσιμο, αναρρίχηση).
Η φυσική ανάπτυξη των παιδιών δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη, ειδικά στα πρώτα έξι χρόνια της φοίτησης στο Δημοτικό, καθώς αυτή η περίοδος είναι αποφασιστική για τη φυσιολογική τους ανάπτυξη. Η άσκηση στην αναπτυξιακή ηλικία πρέπει να γίνεται συστηματικά και μεθοδευμένα, να λαμβάνει υπόψη τη φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών και να πραγματοποιείται με γνώση και εμπειρία.
Στις αναπτυξιακές ηλικίες θα πρέπει να επιδιώκεται η έκθεση του παιδιού σε ποικίλες αθλητικές δραστηριότητες ώστε να αποκτήσει την δυνατότητα πολλών κινητικών εμπειριών που στοχεύουν στη πολυποίκιλη κινητική μάθηση και στη δυνατότητα ακολούθως διαφόρων κινητικών επιλογών.
Τα στάδια κινητικής ανάπτυξης αναφέρονται σε:
Στοιχειώδεις κινήσεις (1-2 ετών)
Η νευρομυϊκή ωρίμανση σηματοδοτεί την εμφάνιση των στοιχειωδών κινήσεων.
Διακρίνουμε 2 στάδια
Θεμελιώδεις κινήσεις & κινησιακά πρότυπα (2-7 ετών)
Η κατάκτηση των θεμελιωδών κινησιακών προτύπων και η βελτίωση του κινητικού ελέγχου χαρακτηρίζουν τη φάση αυτή. Το αποτέλεσμα της σταδιακής βελτίωσης του κινητικού ελέγχου είναι η μεγαλύτερη σιγουριά στις κινήσεις, η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση και τελικά μεγαλύτερη εμπειρία και εμπλουτισμός του κινητικού ρεπερτορίου.
Διακρίνουμε 3 στάδια
Πρώϊμο στάδιο (2 -3 ετών) Σκόπιμες κινήσεις που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κινητικού ελέγχου που αιτιολογείται από την έλλειψη εμπειρίας γενικές και ασυγχρόνιστες κινήσεις, συνκινησίες
Βασικό στάδιο (3 -4 ετών) Βελτίωση του κινητικού ελέγχου αλλά όχι ιδιαίτερα καλή εξειδίκευση των μυϊκών ομάδων. Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν διαταραχές του ΝΣ δεν είναι σε θέση αναπτυχθούν πέρα από το πρώϊμο στάδιο
Ώριμο στάδιο (4-7 ετών) Χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι ο καλός κινητικός έλεγχος και η μυϊκή συναρμογή και η ακρίβεια και η σταθερότητα κατά την εκτέλεση. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό είναι η αναγκαιότητα της εκπαιδευτικής παρέμβασης με την παροχή πολλών και πολύπλευρων εμπειριών προκειμένου να ολοκληρωθεί το στάδιο.
Ειδικότερα, στην ηλικία 3-6/7 ετών τα παιδιά έχουν ιδιαίτερη διάθεση για κίνηση και παιχνίδι, διαθέτουν ανεπτυγμένη φαντασία, όμως έχουν μειωμένη ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης και βαριούνται γρήγορα, γι αυτό το λόγο, απαιτείται συχνή εναλλαγή δραστηριοτήτων και πρέπει να επιδιώκεται η απόκτηση κινητικών εμπειριών. Η ποικιλία θεμελιωδών κινήσεων δίνεται μέσω του παιχνιδιού και ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η αφύπνιση του ενδιαφέροντος και η χαρά της συμμετοχής των παιδιών σε δραστηριότητες που αναπτύσσουν την αίσθηση της αυτονομίας και της πρωτοβουλίας
Ειδικές κινήσεις (8 ετών και άνω)
Η κατάκτηση των θεμελιωδών κινησιακών προτύπων έχει σαν αποτέλεσμα την εκτέλεση σύνθετων δεξιοτήτων και παιχνιδιών. Χαρακτηριστικά αυτής της φάσης είναι η ιεράρχηση των γνωστών κινήσεων και η σταθερή απόδοση
Διακρίνουμε 3 στάδια
Μεταβατικό στάδιο (8 -10 χρ.)
Τα θεμελιώδη κινησιακά πρότυπα εφαρμόζονται σε σύνθετες κινήσεις οι οποίες εκτελούνται με έλεγχο και ακρίβεια.
Στις ηλικίες αυτές τα παιδιά δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για αθλητικές δραστηριότητες. Αποτελεί πολύ καλό στάδιο κινητικής μάθησης και πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη συναρμοστικών ικανοτήτων (κιναισθητική διαφοροποίηση στο χώρο και στο χρόνο, ικανότητα ρυθμού, σύνθετη ικανότητα αντίδρασης, προσανατολισμός στο χώρο και στο χρόνο, δυναμική και στατική ισορροπία) και η εκμάθηση μεγάλου αριθμού βασικών αθλητικών τεχνικών. Τα παιδιά είναι πρόθυμα να μάθουν νέες δεξιότητες και να τις εφαρμόσουν σε μια ποικιλία αθλημάτων, γι αυτό απαιτείται η ενασχόληση με πολλά αθλήματα. Ωστόσο στην ηλικία αυτή υπάρχει μειωμένη ικανότητα σταθεροποίησης νέων κινήσεων («φράγμα προόδου»), γι αυτό και στόχος είναι η αφομοίωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού κινητικών δυνατοτήτων και όχι η συγκεκριμένη προπόνηση αγωνίσματος. Η επαφή με την τεχνική και όχι η εξαντλητική επιμονή. Το παιχνίδι όχι μόνο με την έννοια της αθλοπαιδιάς αλλά με την εμπνευσμένη επιλογή κινητικών μετατοπίσεων, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των παιδιών. Θα πρέπει στο προπονητικό πρόγραμμα να δίνονται παιχνίδια τα οποία θα εξασφαλίζουν συνεχή κίνηση, χωρίς μεγάλη ένταση για έμμεση βελτίωση.
Ειδικές κινητικές δεξιότητες (11 -13 χρ.)
Η συνειδητή ενασχόληση του παιδιού μ’ ένα σπόρ σ ’αυτή τη φάση σηματοδοτεί τη συμμετοχή σε οργανωμένη προπόνηση και άσκηση ή προπόνηση έχει ως αποτέλεσμα την εκμάθηση ειδικών για το άθλημα δεξιοτήτων .
Στην ηλικία αυτή τα παιδιά κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό στο σώμα τους και επιλέγουν τύπους αθλημάτων ψυχαγωγικού ή ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Διακρίνονται από αυξημένη επιθυμία για διάκριση και είναι έτοιμα να εφαρμόσουν βασικές δεξιότητες σε οργανωμένα αθλήματα. Είναι η καλύτερη ηλικία κινητικής μάθησης, γι αυτό και πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη των συναρμοστικών ικανοτήτων και η εκμάθηση μεγάλου αριθμού βασικών αθλητικών τεχνικών. Θα πρέπει όμως οι κινητικές δεξιότητες να μαθαίνονται σωστά ώστε να μην αυτοματοποιούνται λανθασμένες κινήσεις.
Στάδιο εξειδίκευσης (14-18 ετών).
Εδώ επιλέγεται τελικά μια ειδική κινητική δραστηριότητα και εξειδικεύεται η προπόνηση ως προς την ποσότητα, την ένταση και τη συχνότητα με σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσης.
Η ανάπτυξη των συναρμοστικών ικανοτήτων εμφανίζεται πολύ νωρίτερα από την ανάπτυξη των φυσικών ικανοτήτων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ) και ο εγκέφαλος που καθορίζουν το επίπεδο ανάπτυξης των συναρμοστικών ικανοτήτων ωριμάζουν πολύ νωρίς σε αντίθεση με την εξέλιξη των βιολογικών παραμέτρων που καθορίζουν την ανάπτυξη των φυσικών ικανοτήτων.
Η αξιολόγηση των συναρμοστικών ικανοτήτων είναι ιδιαίτερα σημαντική κυρίως για 2 λόγους:
Τα βασικά στοιχεία του προγράμματος ανάπτυξης των συναρμοστικών ικανοτήτων είναι:
Η αξιολόγηση των φυσικών ικανοτήτων δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τη φυσική κατάσταση των παιδιών σ’ ένα εύρος παραμέτρων που σχετίζονται με την υγεία (αντοχή, δύναμη, ευκαμψία, σύνθεση σώματος) όσο και των παραμέτρων που σχετίζονται με την ικανότητα για επίδοση (ευκινησία, ισορροπία, συντονισμός, χρόνος αντίδρασης, μέγιστη δύναμη, ταχύτητα).
Οι βασικοί στόχοι του προγράμματος ανάπτυξης των φυσικών ικανοτήτων στις αναπτυξιακές ηλικίες είναι: